- σιτιστής
- ο, ΝΜ [σιτίζω]νεοελλ.στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδαςμσν.ο σιτευτής*.
Dictionary of Greek. 2013.