σιτιστής

σιτιστής
ο, ΝΜ [σιτίζω]
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας
μσν.
ο σιτευτής*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιτιστής — ο 1. προμηθευτής τροφίμων. 2. λοχίας που ασχολείται με τη μισθοδοσία και διατροφή των στρατιωτών του λόχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιτιστῶν — σιτιστής fartor masc gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός fem gen pl σῑτιστῶν , σιτιστός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτιστά — σιτιστά̱ , σιτιστής fartor masc nom/voc/acc dual σιτιστής fartor masc voc sg σιτιστής fartor masc nom sg (epic) σῑτιστά , σιτιστός neut nom/voc/acc pl σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc/acc dual σῑτιστά̱ , σιτιστός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτιστάς — σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc acc pl σιτιστά̱ς , σιτιστής fartor masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτιστά̱ς , σιτιστός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”